- ντραμ
- ταάκλ., είδος τύμπανου, κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από κοίλο κύλινδρο που είναι επενδεδυμένος με δέρμα στην περιφέρειά του, για το παίξιμο τού οποίου χρησιμοποιείται ράβδος ή ζεύγος ράβδων με τις οποίες ο παίκτης χτυπά την τεντωμένη επιφάνεια τού δέρματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drums, πιθ. < ολλ. trom < ολλ. tromme].
Dictionary of Greek. 2013.