ντραμ

ντραμ
τα
άκλ., είδος τύμπανου, κρουστό μουσικό όργανο αποτελούμενο από κοίλο κύλινδρο που είναι επενδεδυμένος με δέρμα στην περιφέρειά του, για το παίξιμο τού οποίου χρησιμοποιείται ράβδος ή ζεύγος ράβδων με τις οποίες ο παίκτης χτυπά την τεντωμένη επιφάνεια τού δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drums, πιθ. < ολλ. trom < ολλ. tromme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”